Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

les parapluies de cherbourg




 Βρέθηκα - κάπως αμήχανα - μόνη μου, ένα παραδόξως τσουχτερό - ψύχρα - φθινοπωρινό βράδυ Δευτέρας σε ένα θερινό σινεμά που δεν είχα ξαναπάει, για την ακρίβεια αγνοούσα μέχρι τότε την ίδια του την ύπαρξή, ψάχνοντας μια θέση ανάμεσα στα διαζώματα ενός σχεδόν άδειου χώρου. Την ταινία την είχα ξαναδεί μόνη μου, στο σπίτι, ελλείψει αγγλικών υπότιτλων όμως δεν καταλάβαινα και πολλά, πέραν των συναισθηματικών εξάρσεων που μπορεί να αντιληφθεί κανείς εξωλεκτικά. Kαι μου είχε αρέσει και με άγγιξε και ανήκει πλέον στις αγαπημένες μου ταινίες και θα την ξαναέβλεπα - ψέματα δεν θα πω - το δίχως άλλο. 

 Η ιστορία διαδραματίζεται στο Χερβούργο, μια μικρή όμορφη γραφική πόλη - λιμάνι στη βορειοδυτική Γαλλία, τη δεκαετία του '60. Το σενάριο μάλλον απλό, η Geneviève, μια όμορφη νεαρή δεσποινίδα που ζει με τη μητέρα της, με την οποία διατηρεί κατάστημα που εμπορεύεται ομπρέλες -εξ ου και ο τίτλος- , ερωτεύεται τον επίσης νεαρό Guy (μηχανικός σε βενζινάδικο) και αψηφώντας τις επιφυλάξεις του περιβάλλοντός τους και τα περιορισμένα οικονομικά τους μέσα, αποφασίζουν να παντρευτούν. Συγκρατημένος ερωτισμός, γλυκά παιδιάστικα φιλιά και ανέμελοι περίπατοι στα σοκάκια του Χερβούργου, incognito βόλτες σε συνοικιακά μπαρ, σχέδια για το μέλλον (''Θα μυρίζεις συνέχεια βενζίνη, θα είμαστε ευτυχισμένοι''), με λίγα λόγια μια καλαίσθητη ελαφράδα που σε ξεσηκώνει, σε μαγεύει και σε κάνει να θέλεις να ερωτευτείς εδώ και τώρα. 

 Το love story παίρνει κακή τροπή όταν αυτός καλείται να εκπληρώσει τη θητεία του στο γαλλικό στρατό στον πόλεμο στην Αλγερία, γεγονός που συνεπάγεται πως θα μείνουν χώρια για τουλάχιστον μια διετία. Περνούν ένα τελευταίο βράδυ έρωτα μαζί  και κατόπιν εκείνος φεύγει. Στην πορεία εκείνη ανακαλύπτει πως είναι έγκυος, η επικοινωνία τους δια αλληλογραφίας - περιορισμένα τα μέσα της εποχής, γαρ - γίνεται όλο και πιο σποραδική, εκείνη γνωρίζει έναν γοητευτικό και δοτικό καθώς φαίνεται έμπορο διαμαντιών και με τα πολλά ενδίδει. Παντρεύεται και εγκαταλείπει μαζί με τη μητέρα της το Χερβούργο. Στο μεταξύ ο Guy επιστρέφει από τον πόλεμο, παθαίνει ένα σχετικό κοκομπλόκο στην είδηση πως η αγαπημένη του παντρεύτηκε και έφυγε αναπάντεχα και δια παντός και περνάει μια δύσκολη περίοδο (misbehaving, παραίτηση απ' τη δουλειά, ποτό, γυναίκες) μέχρι να έρθει στα ίσια του, - έτρεφε αισθήματα, άλλωστε. Με τα πολλά, νυμφεύεται μια τσιμπημένη μαζί του ευειδή και καλοκάγαθη γειτονοπούλα, τη Madeleine, που μέχρι πρότινος εκτελούσε χρέη νοσοκόμας στη νεκρή πια θεία του και ανοίγουν σπιτικό. Το τελευταίο μέρος μάς μεταφέρει λίγα χρόνια μετά όπου η Geneviève επιστρέφει με την κόρη της για λίγες μέρες στο Χερβούργο, ως εύπορη πια κυρία, και σταματά με το αυτοκίνητό της (το παιδί μέσα) κατά τύχη στο ιδιόκτητο βενζινάδικο του Guy, μια βραδιά Χριστουγέννων. Τον βρίσκει μόνο του και έχουν ένα σύντομο διάλογο που καταλήγει με εκείνον να τη ρωτά πώς ονόμασε το παιδί τους. Εκείνη απαντά Françoise - το όνομα που σχεδίαζαν να δώσουν στο πρώτο τους παιδί κάποτε μαζί -, ρωτά αν θέλει να τη δει και εκείνος αποκρίνεται με ένα μεγαλοπρεπές όσο και αδιαπραγμάτευτο ''όχι''. Τελευταία σκηνή με το αυτοκίνητο να φεύγει και τον Guy να παίζει χιονοπόλεμο ευτυχισμένος με τη γυναίκα και το γιο του.  

  Είναι πολλά που με συγκινούν σε αυτή την ταινία. Είναι το γραφικό Χερβούργο με τα σοκάκια και τη 60's νορμανδική αισθητική. Είναι οι διάλογοι των πρωταγωνιστών που στις λίγες - στη μόνη που ξέρω, τουλάχιστον, ταινία - που δεν έχει αξιώσεις αμιγούς μιούζικαλ διεξάγονται εξ ολοκλήρου τραγουδιστά. Και δη στα γαλλικά. Είναι η υπέροχα μελωδική μουσική του Michel Legrand που συγκαταλέγεται στα αγαπημένα μου μουσικά θέματα. Η αγγλική εκδοχή του τραγουδιού είναι το ''I will wait for you'' με προσωπικό highlight τους στίχους ''Anywhere you wander, any place you go, every day remember how I love you so / In your heart believe what in my heart I know, that forevermore I'll wait for you.'' Μεγαλόπρεπο, αν μη τι άλλο. Eίναι η μοναδικά εύθραστη ομορφιά της υπέροχης Catherine Deneuve, που περιφέρει τη λεπτεπίλεπτη, σχεδόν αέρινη, σιλουέτα της εδώ κι εκεί με μια απαράμιλλη λιτότητα, μέσα σε υπέρκομψα χρωματιστά 60's φουστανάκια. Είναι το παίξιμο των ηθοποιών της εποχής, που προσωπικά βρίσκω αβίαστα κομψό, χωρίς καμία επιτήδευση ή διάθεση να προκαλέσει, καμία σχέση δηλαδή με όσα έχω συνηθίσει, που σχεδόν σε μαγεύει και σε υπνωτίζει. Οι απερίγραπτες συναισθηματικές εξάρσεις, η ταινία δεν φείδεται των στιγμών συναισθηματικού κρεσέντο, χωρίς όμως περιττούς λυρισμούς και μελό ξεχειλώματα, αλλά μεστές ουσίας και συναισθήματος. Η σκηνή που ο Guy πληροφορεί τη Geneviève για τo αναγκαστικό φευγιό του και εκείνη, γαντζωμένη επάνω του μέσα στο μπαρ, να τον εκλιπαρεί να την πάρει μαζί του - στον πόλεμο ναι, έτσι είναι ο έρωτας άλλωστε. Ο αποχωρισμός στο τρένο, με εκείνη να τρέχει καθώς το βαγόνι του απομακρύνεται φωνάζοντάς του ''θα σε περιμένω''. Η τραγική συνειδητοποίηση - στιγμή ωρίμανσης της 16χρονης Geneviève, που περίλυπη με δάκρυα στα μάτια απευθύνεται στη μητέρα της λέγοντας ''Νόμιζα πως αν έφευγε, θα πεθάνω. Γιατί δεν είμαι νεκρή;'' Η' κάπως έτσι. Δε χρειάζεται να είναι κανείς δηλωμένη drama queen για να φύγει δάκρυ, λίγη ευαισθησία αρκεί. Οι χαρακτήρες, αν και οι διάλογοι είναι σύντομοι περιεκτικοί και τόσο - όσο ώστε να διαβιβάζεται το μήνυμα, ξετυλίγονται επαρκώς και σκιαγραφείται ευκρινώς το ήθος του καθενός. Η καλοκάγαθη, φιλόδοξη και αυτάρεσκη μητέρα που προσπαθεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της νεαρής κόρης της και να μεριμνήσει για το καλό της, όλα αυτά όμως με θαυμαστή διακριτικότητα και τρυφερότητα και χωρίς να υποσκάπτει το ειδύλλιο, ενδεχόμενο που θα την καθιστούσε μάλλον αντιπαθή στα μάτια του θεατή. Ο μέλλων γαμπρός που είναι ένας επίσης καραβοτσακισμένος απ' τον έρωτα, με δοτική διάθεση και περισσή αγάπη για τη Geneviève και το παιδί της. Η υπομονετική, ταπεινή και συνετή Madeleineπου γλυκοκοιτάζει χρόνια τον Guy αλλά δεν ξεπέφτει στη μικρότητα του να του αποκαλύψει δια αλληλογραφίας πως η καλή του έφυγε με άλλον, αλλά καρτερικά και σταδιακά κερδίζει μια θέση στην καρδιά του και τη ζωή του (ταυτίστηκα λίγο). 

 Πιο πολύ απ' ολα όμως, νομίζω, με άγγιξε η κυνικά τελεσίδικη έκβαση του πράγματος, ο δραματικός αποχωρισμός που έγινε δυσβάσταχτη απουσία, η ευκολία που η πες-το-ζωή-πες-το-μοίρα έφερε δύο τρελά ερωτευμένους να διάγουν βίους παράλληλους, ζωές χωριστές και εν τέλει το τραγικό του όλου πράγματος. Δυο νέοι ερωτευμένοι και γεμάτοι όνειρα να καταλήγουν να αποχωρίζονται μια βραδιά Χριστουγέννων, έξι χρόνια μετά, σε ένα χιονισμένο βενζινάδικο, με εκείνον να αρνείται να αντικρίσει το παιδί του και εκείνη εκπληκτικά συγκροτημένη και συγκρατημένη απλά να αποχωρεί. Δεν ξέρεις σε ποιον να καταλογίσεις ευθύνες, αν όντως το ειδύλλιο ξεθύμανε, αν υπερίσχυσε ο ορθολογισμός έναντι του νεανικού έρωτα, αν η απόσταση ήταν που οδήγησε σε όλα αυτά, αν αυτή ήταν μια παραδόπιστη ανυπόμονη ή εκείνος αραίωσε τα γράμματά του από αμέλεια και όχι, όπως αποκαλύπτεται από την πλοκή, επειδή νοσηλεύτηκε τραυματισμένος σε νοσοκομείο για διόλου ευκαταφρόνητο διάστημα. Ένας διάχυτος λυρισμός. Πολλοί όρκοι διαψευσμένοι. Ένα παθιασμένο ''I will wait for you'', που μόνο ως μέρος οξύμωρου σχήματος μπορείς πια να το δεις, να ξετυλίγεται μελωδικό επιτείνοντας τη δραματικότητα. Το μόνο που σου μένει στο τέλος είναι μια γλυκιά πίκρα για τη συνειδητοποίηση του αναπάντεχου της ζωής και οι υπέροχα μελοδραματικές μουσικές του Legrand.



Α, και ένας βαθύς αναστεναγμός.