Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Μηδέν στο πηλίκο



Που λες, αγωνιζόμουν για μια τόση δα θεσούλα.

Έλεγα, δεν μπορεί, θα μου τη δώσει. Θα την διεκδικήσω. Θα την κερδίσω με το σπαθί μου. Θα την παρακαλέσω. Θα την ικετέψω. Θα με λυπηθεί και θα μου την παραχωρήσει με μια ευγενική συγκατάβαση, όπως παραχωρούμε μια θέση στο μετρό. Με βαριά καρδιά, αλλά θα μου τη δώσει. Στις μεγάλες αυταπάτες, έλεγα, θα καταλάβει πως την αξίζω και θα μου την απονείμει απλόχερα. Σαν μετάλλιο ανδρείας. Να πάρ'τη, σου αξίζει. Μόνο σε σένα, καμια άλλη. Γιατί μόχθησες και πάλεψες και έτρεξες και έκλαψες. Γιατί με έπεισες. Να πάρ'τη. Είναι όλη δική σου. Κάν'την ό,τι θέλεις. Πάρ'την και πέτα την. Είναι δικιά σου. Αλλά πάρ'την. Δέξου την, σε παρακαλώ.

Αυτά ήλπιζα.

Και το χρόνο και την απόσταση τα μέτρησα με δάκρυα. Και η θεσούλα μού έγινε βραχνάς. Καψουρεύτηκα την κατάληψη της θεσούλας και υπερσκέλισα τον άνθρωπο. Είπα, ας μου τη δώσει κι ας μη μας βγει. Καρεκλοκένταυρος των αισθηματικών. Κτητική, φορτική, εμμονική και επίμονη. Σου χαρίζω λέξεις να παρηγορήσω το κενό μου, να γλυκονανουρίσεις την καθαρή, την επιλεκτική σου συνείδηση.

Υπήρξαν φορές που ήμουν κοντά. Μου μόστραρες την πολυπόθητη θεσούλα μου όπως μοστράρουν τα θέλγητρά τους οι ιερόδουλες στην παραλιακή. 

Αλλά πρόστυχα.

Ήξερες καλά τη δύναμή της, την επιρροή που είχε η ιδέα της θεσούλας στο μέσα μου - ή τη μάντευες. Ήταν ένα μαστίγιο μασκαρεμένο καρότο. 

Σε έναν αγώνα ταχύτητας, και να τρέχω και να τρέχω. 

Και να δίνω και να αποδεικνύω. Υπάκουο κορίτσι. Έτσι το ένιωθα πως σε ευχαριστούσα. Έτσι σε εξευμένιζα και η θεσούλα ερχόταν πιο κοντά. Αντιδραστικό κορίτσι. Στο διάολο κι εσύ και η θέση στη ζωή σου. Δεν γίνεται, δεν πάει, δεν το βλέπεις;

Συγγνώμη.

Και να τρέχω και να τρέχω. Υπάκουη, εκπαιδευμένη αρκούδα που χορεύει στο ρυθμό που παίζεις με δεξιοτεχνία το ντέφι σου, αρκούδα πρόθυμη να χαρίσει εξαίσια θεάματα, αγριεμένο θηρίο, αρκούδα με βαριές συναισθηματικές αλυσίδες σφιχτοδεμένες στους αστραγάλους, ντροπιασμένο ζώο που επιστρέφει μετανιωμένο στο βασανιστή του.

Ακόμα, δεν σου κρύβω, βαυκαλίζομαι με την ιδέα πως θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα 'σαι εσύ. Και ο ήχος κλήσης να αντιγυρίζει στα αυτιά μου : <<υπάρχει-μια-θέση-για-σένα-στη-ζωή-μου.>>







Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Condensed reality


Δεν θέλεις να μιλάς. Είναι πολύ περίεργο.

Νιώθεις πως σε στοιχειώνει μια προοπτική, και σε σφίγγει και σε σφίγγει.
Ξέρεις πως δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Δεν σου αρκεί αυτό που ζούμε. Αδυνατείς να νιώσεις μέρος αυτού του οικουμενικού. Νιώθεις μια πραγματικότητα να σε ξερνάει. 

(Το ξέρω πως προσπάθησες.)

Στο μυαλό σου στριφογυρίζουν χίλια πράγματα. Ένα πτυχίο, μια διπλωματική, το μετά, τα γερμανικά που με τόσο κόπο πλήρωσες και ποτέ δεν τελείωσες - πολλές αρχές που φλέρταρες με ενθουσιασμό και έμειναν ημιτελείς. Έχεις αρχίσει να πιστεύεις πως βρίσκεσαι σε διατεταγμένη και καθ'όλα συντονισμένη υπηρεσία δολιοφθοράς εαυτού. 

Ναι, σε σαμποτάρεις.

Κάνεις αρχές για να τις παρατήσεις και να σου γίνουν βραχνάς στα σωθικά, χαλκάς στο μέσα σου. ''Το δρόμο για την παραίτηση τον μετράμε με τα πράγματα που εγκαταλείπουμε.''

Διαβάζεις διάφορα. Αποσπασματικά, συγγράμματα της σχολής, online courses φιλοσοφίας, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, Καμύ, Joyce Carol Oates και Μαλβίνα. Βλέπεις ταινίες μανιωδώς, - ξέρεις πως κάτι ψάχνεις.
Δεν θέλεις να μιλάς.
Ούτε στην επί 20 χρόνια φίλη σου, υποθέτεις έχετε αποξενωθεί. Και με τους άλλους.
Σε κουράζουν τα αισθηματικά των φίλων σου. Είναι θράσος, λες, να ζητάς και να περιμένεις από τον άλλον συμβουλή και συμπαράσταση σε κάτι που ούτε εσύ ο ίδιος πιστεύεις ή σε ένα τέλμα που αυτοβούλως παλινδρομείς. Είναι θράσος να απαιτείς ξένη φαιά ουσία, να ροκανίζεις αδηφάγα χρόνο για να παρηγορήσεις το μάταιο κενό σου. 

Ο τελευταίος έρωτάς σου δεν ευοδόθηκε. Να μια ωραία λέξη για να πεις κομψεπίκομψα πως σταθήκατε λίγοι. Ίσως να 'μαστε φτιαγμένοι λίγοι.

Εθελόντρια δότρια αίματος, εθελόντρια δότρια μυελού των οστών, εθελόντρια στο ο,τιδήποτε.

Πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο, εννοώ, δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. 
Διψάς να βρεις ένα σκοπό, υψηλό και πανανθρώπινο και να του αφοσιωθείς. Να βρεις την άκρη από έναν μίτο που θα σε οδηγήσει στη χρυσή παρακαταθήκη του μέλλοντός σου, τη γρίλια που θα φωτίσει μια γαμημένη αιωνιότητα που βιάζεται να έρθει.

Ίσως βρίσκεις τον εαυτό σου. Ίσως να αλλοτριώνεσαι. Ίσως να μη συμβαίνει τίποτα, να είναι απλά μια φάση, σταμάτα να αναζητάς αιτίες σε όλα, το ξέρεις πως το πλήρωσες ακριβά.

Σίγουρα κάτι συμβαίνει. Νομίζω είναι σοβαρό. Μέχρι που απευθύνεσαι στον εαυτό σου σε βήτα ενικό.









Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Προσευχή

2/8

Θέλω εδώ και ώρες να κάνω μια προσευχή και αδυνατώ.

Έχω ξεχάσει πώς γίνεται.

Λένε πως η γνώση απελευθερώνει και απ'όσο καταλαβαίνω έτσι είναι. Λένε πως το θεμέλιο της Επιστήμης είναι η θετικιστική προσέγγιση με τις παρατηρήσεις - υπόθεση - πείραμα - έλεγχο και εξαγωγή συμπερασμάτων. Κάπως έτσι τέλος πάντων. Και πως φοβόμαστε αυτά που δεν έχουμε εκλογικεύσει και που αδυνατούμε να αποσαφηνίσουμε τις αιτιοκρατικές σχέσεις που τα διέπουν.

Έχω ανάγκη να προσευχηθώ και έχω ξεχάσει το πώς.

Παλιά, θυμάμαι, μετρούσα τους κόμπους από ένα κομποσχοίνι, έτσι κάνουν και στα μοναστήρια, ένας κόμπος και μια προσευχή, ένα σωστό κομποσχοίνι έχει 40 κόμπους ακριβώς ή 33 όσα και τα χρόνια του Ιησού, φωνές που ανασύρονται από ένα επίπεδο σχεδόν υποσυνείδητο μιας ταραγμένης και κάπου παραχωμένης παιδικής ηλικίας.

Αργότερα, θυμάμαι, αρκούσε να επαναλάβεις μια πρόταση - επίκληση στο Χριστό, με ένα τρόπο σχεδόν ψυχαναγκαστικό. Ίσως μέσα από την επανάληψη εμπεδώνεις την προσευχή ή ίσως ακόμα να αγγίζεις κάποιο επίπεδο θείας μέθεξης που σε καθιστά κοινωνό ενός μυστηριακού τελετουργικού, όπως οι αρχαίοι στα Ελευσίνια ή ο ήχος που κάνει το τύμπανο των Βουδιστών μοναχών.


Κάποτε θυμάμαι γονάτιζα μπροστά σε δυο εικόνες που κρέμονταν στον τοίχο του δωματίου μου και απηύθυνα με ευλάβεια μια μικρή και άλλοτε εκτενή προσευχή στα πρόσωπα που απεικόνιζαν, με την ελπίδα να με ακούνε. Γενικά μιλάω σαν να απευθύνομαι σε ένα πανταχού παρόν ον, παλιά πίστευα πως είναι οι νεκροί συγγενείς μας που παρακολουθούν κάθε μας κίνηση και ρίχνουν το επικριτικό τους βλέμμα στις στιγμές ντροπής, - δικής μας ντροπής ή ντροπής τέλος πάντων που θα έπρεπε να μας προκαλείται για ένα σωρό συμπλεγματικούς λόγους. Δεν είμαι σίγουρη πως ήξερα ποτέ να προσεύχομαι ή πως μου το έμαθαν. Και όταν ολοκλήρωνα αυτά που είχα να πω είμαι σίγουρη πως έμενα με ένα απροσδιόριστο αίσθημα δέους και ηλιθιότητας, μια επίγνωση επικοινωνίας με τον Δημιουργό και ταυτόγχρονα συνειδητοποίησης του γελοίου του αν-ακούει-κανείς.

Απόψε θέλω να προσευχηθώ, δεν ξέρω ποιον θα επικαλεστώ ή τι θα πω, δεν ξέρω τον τρόπο, θέλω να γείρω και να αποθέσω ένα ψυχικό βάρος σε μια παρήγορη νοερή αγκαλιά, να με ακούσει με συγκατάβαση και πραότητα και να μου πει πως όλα θα πάνε καλά.




5/8 : ''Ευχαριστώ''.